μαυρίζω

μαυρίζω
μαύρισα, μαυρίστηκα, μαυρισμένος
1. μτβ., βάφω κάποιον ή κάτι με μαύρο χρώμα: Στις Απόκριες μαύρισε το πρόσωπό του.
2. μτφ., καταψηφίζω στις εκλογές: Ο βουλευτής τους δεν τήρησε τις υποσχέσεις του και στις εκλογές τον μαυρίσανε.
3. αμτβ., γίνομαι μαύρος: Μαύρισα στην παραλία.
4. φαίνομαι μαύρος: Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα.
5. φρ., «Μαύρισε το μάτι μου», νιώθω μεγάλη έλλειψη· «Μαύρισε η καρδιά μου», αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαυρίζω — μαυρίζω, μαύρισα, μαυρισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: μαυρίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (μαυρίζομαι), πιθανόν με την έννοια → καταψηφίζομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • ματοκόβω — μαυρίζω ή μελανιάζω εξαιτίας κάποιου χτυπήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱματοκόβω < αἷμα, αἵματος + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κελαινώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Δαναΐδα, σύζυγος του Υπέρβιου, γιου του Αιγύπτου, μητέρα του Κελαινού από τον Ποσειδώνα. 2. Μία από τις Πλειάδες ή Ατλαντίδες, μητέρα του Λύκου και του Νυκτέα από τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ήταν σύζυγος… …   Dictionary of Greek

  • μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… …   Dictionary of Greek

  • μελανώνω — και μελανώ (ΑM μελανῶ, όω, Μ και μελανώνω) [μέλας, ανος] καθιστώ κάτι μαύρο, μαυρίζω νεοελλ. 1. κηλιδώνω, λερώνω κάτι με μελάνη 2. επαλείφω τυπογραφικά στοιχεία ή σφραγίδα με μελάνη μσν. μέσ. μελανοῦμαι, όομαι και μελανώνομαι α) είμαι μαύρος,… …   Dictionary of Greek

  • συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] …   Dictionary of Greek

  • υπομελαίνω — ΜΑ (αμτβ.) είμαι κάπως μαύρος, είμαι μαυρειδερός μσν. παθ. ὑπομελαίνομαι (αποθ.) μτφ. είμαι κάπως ασαφής, ακατάληπτος αρχ. (μτβ.) μαυρίζω κάτι κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελαίνω «μαυρίζω» (< μέλας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”